Κληρονομική Θρομβοφιλία
Η Κληρονομική Θρομβοφιλία είναι μία πάθηση, που περιλαμβάνει τις ανεπάρκειες διάφορων αντιπηκτικών πρωτεϊνών όπως ο παράγοντας V Leiden και ο παράγοντας II (προθρομβίνη), και αυξάνει τον κίνδυνο για εμμένοντα επεισόδια αρτηριακού θρομβοεμβολισμού (venous thromboembolism - VTE).
Ο κίνδυνος θρόμβωσης είναι πολυπαραγοντικός και έχει συσχετιστεί με το γενετικό υπόβαθρο, ωστόσο η εύρεση γενετικών βλαβών δεν εγγυάται την εμφάνιση αρτηριακού θρομβοεμβολισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η θεραπεία και η πρόληψη του βασίζονται κυρίως στην κλινική εικόνα του ασθενούς και όχι τόσο σε εργαστηριακά ευρήματα.
Ενδείξεις για έλεγχο
- Αναίτια θρόμβωση σε μικρή ηλικία (≤50 έτη)
- Εμμένουσα θρόμβωση
- Θρόμβωση σε ασυνήθη σημεία
- Συγγενείς πρώτου βαθμού με βαρύ ιστορικό πρώιμου θρομβοεμβολισμού
Έλεγχος για γενετικές βλάβες που σχετίζονται με τη νόσο
Παράγοντας FV Leiden (FVL)
Τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί πληθώρα βλαβών στο γονίδιο F5 που κωδικοποιεί τον παράγοντα FVL. Συγκεκριμένα, η βλάβη c.1601G>A (p.Arg534Gln) ή R506Q, αποτελεί μία από τις συχνότερες κληρονομήσιμες μεταλλάξεις που οδηγεί στην αντίσταση του οργανισμού στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C (activated protein C - APC), η οποία αποτελεί τυπικό εύρημα θρομβοφιλίας. Εάν η τιμή της APC βρεθεί πέραν των φυσιολογικών τιμών τότε συνίσταται γενετικός έλεγχος για ανίχνευση της μετάλλαξης. Εκτός από την ύπαρξη γενετικής βλάβης, την ύπαρξη της νόσου καθώς και την σοβαρότητα των κλινικών συμπτωμάτων μπορεί να επηρεάσει και το γεγονός ετεροζυγωτίας ή ομοζυγωτίας, καθώς οι ομόζυγοι ασθενείς φέρουν δύο μεταλλαγμένα αλλήλια και κατ’ επέκταση εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για νόσο.
Παράγοντας F II (Προθρομβίνη)
Εκτός από μεταλλάξεις του παράγοντα FVL, έχουν αναγνωριστεί βλάβες και σε άλλα γονίδια που σχετίζονται με την πήξη του αίματος, όπως το γονίδιο της προθρομβίνης. Η μετάλλαξη c.*97G>A, ή άλλως G20210A, οδηγεί στην εμφάνιση υπερπηκτικότητας, λόγω αύξησης του συγκεκριμένου ενζύμου. Σε αντίθεση με τον έλεγχο για θρομβοφιλία που οφείλεται στον παράγοντα FVL, η νόσος που προκαλείται από βλάβες στην προθρομβίνη, μπορεί να διαγνωστεί με βεβαιότητα μόνο μέσω γονιδιακού ελέγχου.
Πρωτεΐνη C/Πρωτεΐνη S/Αντιθρομβίνη
Οι συγκεκριμένοι νόσοι εμφανίζονται επίκτητα είτε κληρονομούνται (συσχέτιση με τα γονίδια PROC, PROS1, SERPINC1) και περιλαμβάνουν ποσοτική ανεπάρκεια και ποιοτική αλλοίωση των πρωτεϊνών C, S και της αντιθρομβίνης αντίστοιχα, με αποτέλεσμα την μη φυσιολογική πήξη του αίματος.
- Ανεπάρκεια C: Συνιστώνται δοκιμασίες πήξης αίματος, χρωμογενείς δοκιμασίες (προτιμότερες) και δοκιμασίες αντιγόνων. Ο γενετικός έλεγχος δεν προτιμάται και δεν είναι απαραίτητος για την διάγνωση της συγκεκριμένης νόσου.
- Ανεπάρκεια S: Η πιο αξιόπιστη δοκιμασία για τη διάγνωση της νόσου είναι η δοκιμασία αντιγόνων, κατά την οποία μετράται η ελεύθερη πρωτεΐνη S.
- Ανεπάρκεια Αντιθρομβίνης: Χρησιμοποιούνται τόσο λειτουργικές όσο και αντιγονικές δοκιμασίες. Κατά τις χρωμογενείς δοκιμασίες (προτιμότερες), εκτιμάται η ικανότητα της αντιθρομβίνης και εξουδετερώνει τους παράγοντες πήξης IIa και Xa, ενώ κατά τις αντιγονικές, ποσοτικοποιείται η διαθέσιμη αντιθρομβίνη στο αίμα.